Ως γυναίκα και ως μητέρα κόρης τεσσάρων ετών, δικαιούμαι να θεωρώ ορισμένα, απλά, πράγματα, ως αυτονόητα. Θα αναφέρω, ενδεικτικά, ορισμένα από αυτά: Παιδάκι θα είναι η κόρη μου στα 13 και το ίδιο παιδάκι θα είναι και στα 14. Σε περίπτωση που κάποιο κάθαρμα, προπονητής ή δάσκαλος, την πειράξει, υπάρχει, άραγε, κάποιος λόγος να οδηγηθεί στην φυλακή αν το κάνει μία μέρα πριν από τα 14α γενέθλιά της, αλλά να κυκλοφορεί ελεύθερος αν το πράξει μία μέρα μετά; Υπάρχει κάποιος που πιστεύει πως το διάστημα των τριών μηνών είναι αρκετό προκειμένου μία γυναίκα που παρενοχλείται από τον εργοδότη της, να βρει το σθένος για να τον καταγγείλει; Αισθανόμαστε άνετα να κυκλοφορούμε, εμείς και τα παιδιά μας, ανάμεσα σε αιμομίκτες που έχουν τιμωρηθεί με ποινές χάδι – σε βαθμό πλημμελήματος; Δεν μας πειράζει πρόσωπα που έχουν αφαιρέσει ζωές και διακηρύσσουν ότι δεν έχουν μετανοήσει, να στρογγυλοκάθονται στο σπίτι τους; Ειλικρινά πιστεύω, ότι δεν υπάρχει, ψυχικώς υγιής, άνθρωπος που να υποστηρίζει, πως νομοθετικές ρυθμίσεις που επέτρεπαν τις ανωτέρω, παράλογες, καταστάσεις, δεν πρέπει να αλλάξουν άμεσα. Τέτοιες παθογένειες αποσκοπούν να εξαλείψουν οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ψηφίστηκε άρον άρον, δύο ημέρες πριν από τις εκλογές και με άδεια τα έδρανα της αντιπολίτευσης, από την προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θα ανέμενα λοιπόν την ομόθυμη στήριξη της νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργού Δικαιοσύνης. Δεν, για ακόμα μια φορά, είμαστε αναγκασμένοι να δώσουμε την μάχη για το αυτονόητο, για να πείσουμε ότι ο εξορθολογισμός δεν είναι αυστηροποίηση και ότι οι συγκεκριμένες πράξεις υπέρ της προστασίας των γυναικών και των παιδιών είναι προτιμότερες από τα ωραία λόγια χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Συνεπώς, θεωρώ άδικη αν όχι και παράλογη την κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οφείλω, όμως, να αναγνωρίσω, ότι στην μάχη για το αυτονόητο που μας αναγκάζει να δώσουμε έχει έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο, που δεν είναι άλλος από την υπεραπλούστευση. Αντιπαρατηρείται, απλουστευτικά, ότι δεν σκέφτονται τις ποινές οι δράστες, όταν λαμβάνουν απόφαση να εγκληματήσουν και άρα δεν έχει νόημα η επαύξησή τους. Πράγματι, ο φόβος της ποινής δεν μπορεί από μόνος του να έχει απόλυτο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αποτελεί, όμως, οπωσδήποτε, μία κρίσιμη παράμετρο. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να προτείνεται η αδράνεια για την αντιμετώπιση μέρους ενός πολυπαραγοντικού ζητήματος, επειδή δεν δύναται να το επιλύσει στο σύνολό του. Αντιπαρατηρείται, επίσης, ότι δεν είναι δυνατό να προβλέπεται μόνο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Θα μπορούσα και εγώ να υπεραπλουστεύσω και να τους προτείνω να ρωτήσουν σχετικά τους γονείς της Γαρυφαλλιάς, που έχασε την ζωή της στην Φολέγανδρο, επειδή ο νταής φίλος της θύμωσε διότι δεν του υπέδειξε σωστά τη διαδρομή. Αντί αυτού, θα επισημάνω, ότι ειδικά όταν πρόκειται για νομικό κώδικα, δεν είναι δυνατό να γίνεται κριτική σε μία συγκεκριμένη διάταξη και να αγνοούνται οι υπόλοιπες. Αναφέρομαι στο άρθρο 84 για τα ελαφρυντικά, που δίνει στον Δικαστή τη δυνατότητα να μειώσει, απεριόριστα, οποιαδήποτε ποινή, ακόμα και τα ισόβια, στις σπάνιες περιπτώσεις που ο δολοφόνος αξίζει κάποιας επιείκειας. Τέλος γίνεται λόγος για την πρόληψη, που είναι προτιμότερη από την καταστολή, στην οποία, υποτίθεται ότι, εστιάζει η αυταρχική κυβέρνηση. Ουδείς μπορεί να αρνηθεί την σημασία της πρόληψης, στην οποία αναφέρθηκε δημόσια και ο ίδιος ο Υπουργός, κάνοντας λόγο για συγκεκριμένες δράσεις που σχεδιάζει και υλοποιεί. Η υπεραπλούστευση έγκειται στο ότι η έννοια της πρόληψης, τόσο της ειδικής, που αφορά στον συγκεκριμένο δράστη, όσο και της γενικής, που αφορά στους επίδοξους εγκληματίες, ενυπάρχει εξ ορισμού, στην έννοια της καταστολής και δεν αντιδιαστέλλεται από αυτήν. Συμπερασματικά, με τέτοια αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων, που επηρεάζουν, καθημερινά, την ζωή όλων μας, δεν προάγεται ο δημόσιος διάλογος. Με γενικούς αφορισμούς περί δήθεν αυστηροποίησης, δεν διαμορφώνεται το πλαίσιο εποικοδομητικής κριτικής επί συγκεκριμένων θεμάτων. Με ισοπεδωτικές λογικές, που αγνοούν όλες τις όψεις των προβλημάτων, ωραιολογώντας για τον θύτη και αδιαφορώντας για το θύμα, παρεμποδίζεται η δυνατότητα κατανόησης και επίλυσής τους.